- θέσπισμα
- το (ΑΜ θέσπισμα) [θεσπίζω]νεοελλ.1. νομοθέτημα2. (κατ' επέκτ.) διάταγμα3. πράξη ή απόφαση πανεπιστημιακής συγκλήτου4. στον πληθ. τα θεσπίσματαεκτελεστικά διατάγματα που εκδόθηκαν από την προσωρινή κυβέρνηση μετά την μεταπολίτευση τού 18625. φρ. «κλητήριο θέσπισμα» — δικαστικό έγγραφο με το οποίο ο κατηγορούμενος καλείται απευθείας να παρουσιαστεί στο ακροατήριομσν.-αρχ.δόγμα τής συγκλήτου ή πρόσταγμα τού αυτοκράτορααρχ.στον πληθ. χρησμοί.
Dictionary of Greek. 2013.